- κρηνίς
- κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη]1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδεςη πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.